- ξιφίον
- ξιφίονcorn-flagneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξιφίῳ — ξιφίον corn flag neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφίο — και ξίφιο, το (Α ξίφιον και ξιφίον) [ξίφος] είδος φυτού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, φέρει την ονομασία γλαδίολος ή γλαδιόλα … Dictionary of Greek
GLADIOLUS — apud Plain. l. 21. c. 11. Post hanc gladiolus comitatus hyazinthis: flos est, quem ξιφίον seu φασγάνιον vocat Theophrast. Latinique Scriptores retentâ voce Graecâ Xiphium vocant. Alias Gladiolus Romanis idem, qui ξίρις et ξυρὶς Graecis, lilio… … Hofmann J. Lexicon universale
φάσφανο — το / φάσγανον, ΝΜΑ όργανο σφαγής, ξίφος, σπαθί, μαχαίρι αρχ. 1. το ξιφοειδές οστό, το ραχοκόκαλο ορισμένων ψαριών 2. βοτ. α) το φυτό ξιφίον, κν. γνωστό σήμερα ως σπαθόχορτο β) το φυτό ξάνθιον 3. το φυτό ασπάλαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., αβέβαιης… … Dictionary of Greek
ξιφία — ξιφίᾱ , ξιφίας sword fish masc nom/voc/acc dual ξιφίας sword fish masc voc sg ξιφίᾱ , ξιφίας sword fish masc voc sg (attic) ξιφίᾱ , ξιφίας sword fish masc gen sg (doric aeolic) ξιφίας sword fish masc nom sg (epic) ξιφίον corn flag neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφίου — ξιφίας sword fish masc gen sg ξιφίον corn flag neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)